λυροποιία

λυροποιία
λυροποιίᾱ , λυροποιία
manufacture of lyres
fem nom/voc/acc dual
λυροποιίᾱ , λυροποιία
manufacture of lyres
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυροποιία — λυροποιΐα, ἡ (Α) [λυροποιός] η τέχνη τής κατασκευής λυρών …   Dictionary of Greek

  • λυροποιητικός — λυροποιητικός, ή, όν (Α) το θηλ. ως ουσ. ἡ λυροποιητική η τέχνη τού λυροποιού. επίρρ... λυροποιητικῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει στη λυροποιία ή στον λυροποιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”